μικρότατος

μικρότατος
μῑκρότατος , μικρός
small
masc nom superl sg
μῑκρότατος , σμικρός
small
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • πάμμικρος — πάμμικρος, ον (Α) ο πάρα πολύ μικρός, μικρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μικρός] …   Dictionary of Greek

  • ԿՐՏՍԵՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 1138 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ա. ԿՐՏՍԵՐԱԳՈՅՆ կամ ԿՐՍԵՐԱԳՈՅՆ. νεώτερος , ἑλάχιστος, μικρότατος minor, minimus. Նոյն ընդ վ. (= ԿՐՏՍԵՐ) այսինքն Կրտսեր քան զաւագ եղբայրն. յետին յիմիք կարգի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”